- καυχησιολογώ
- -έω [καυχησιολόγος]επαινώ τον εαυτό μου, περιαυτολογώ, κομπορρημονώ, αλαζονεύομαι, κομπάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καυχησιολογώ — και καυχησιολογάω καυχησιολόγησα, παινεύω τον εαυτό μου, καυχιέμαι: Αυτός μόνο να καυχησιολογάει ξέρει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καυκίζω — καυχησιολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού καυκιέμαι κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
ανταλαζονεύομαι — ἀνταλαζονεύομαι (Μ) καυχησιολογώ με τη σειρά μου απαντώντας στις καυχησιές άλλου … Dictionary of Greek
καυχησιολογία — η το να καυχησιολογεί κάποιος, οι κομπαστικοί λόγοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυχησιολογῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
καυχησιολόγημα — το λόγος που περιέχει αλαζονεία, που λέγεται με κομπασμό, κομπορρημοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυχησιολογῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών] … Dictionary of Greek
κομπηγορώ — κομπηγορῶ, έω (Μ) [κομπηγόρος] μιλώ με κομπασμό, κομπάζω, υπερηφανεύομαι, καυχησιολογώ … Dictionary of Greek
κομπολογώ — κομπολογῶ, έω (Μ) [κομπολόγος] μιλώ κομπαστικά, καυχησιολογώ, περιαυτολογώ … Dictionary of Greek
μεγαλορρημονώ — (Α μεγαλορρημονῶ, έω) [μεγαλορρήμων] λέω μεγάλα λόγια, καυχησιολογώ … Dictionary of Greek
μπραβάρω — (Μ μπραβάρω) καυχησιολογώ, περιαυτολογώ, παριστάνω τον σπουδαίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bravare «περιαυτολογώ, κάνω τον καμπόσο» < ιταλ. bravo «έξοχος, θαρραλέος»] … Dictionary of Greek